-
1 заря
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заря
-
2 заря
-и, πλθ. зори, зорь, зарям κ. зорям, θ.1. αυγή, χαραυγή, όρθρος, διαύγασμα•вечерняя заря λυκόφως•
утренняя заря λυκαυγές•
румяная заря ροδοχάραμα, ροδοδάκτυλη αυγή•
загорелась заря ρόδισε η αυγή.
|| (για χρόνο)•в -е ή с -ею την αυγή, με το φέξιμο•
заря занимается ξημερώνει, φέγγει.
2. μτφ. αρχή, απαρχή•заря счастья αυγή της ευτυχίας•
на -е новой жизни στην αυγή (ή στο κατώφλι) της καινούριας ζωής.
3. (στρατ.) αιτ. зорю σάλπισμα εγερτηρίου ή σιωπητηρίου•бить ή играть зорю χτυπώ (σημαίνω) εγερτήρια ή σιωπητήριο.
εκφρ.от -и до -и – α) από την αυγή ως το βράδυ (ολημερίς), β) από το βραδύ ως το πρωί (ολονυχτίς).